Το ξύλο του είναι στεγνό, ο διάκοσμος κυλάει στη ράχη, τα σχέδιά του διακοσμούν κήπους και λεωφορεία. Συναντηθήκαμε σ’ ένα απόμερο εγκαταλειμμένο κτίριο, κάπου οχτακόσια μέτρα απ’ το σταθμό της Κηφισιάς. Εκεί μας περίμενε ο Στέλιος ή τεχνίτης, γιατί όπως ο Ρώσος συνονόματος του ήταν κιτρινιάρης με εξογκωμένα ζυγωματικά και μικρός είχε περάσει τραπέζια με τζάμι διάφανο. Είχε μαζί του μια βαμμένη ξύλινη βιτρίνα, που την έκρυβε δυο μέρες σε μια μάντρα στου Ρέντη, και δυο στολές τεχνικών της ΔΕΗ, που τις βούτηξε απ’ τον υποσταθμό του Φαλήρου. Παρά το μισοκακόμοιρο και το πάντα κατάπληκτο ύφος του, δεν τον έφτανε κανείς σε κάτι τέτοιες λεπτές δουλειές. Ξεφύτρωνε εκεί που δεν τον έσπερνες, γλιστρούσε στις καρέκλες, μάτι δεν τον έπιανε, το βλέμμα του να ψήνεται στην κουζίνα με τα καρυδί ντουλάπια, να γυροβολά, κάτι να ψάχνει διαρκώς, τη μύτη του να χώνει παντού. Βάλαμε τις φόρμες πάνω απ’ τα ρούχα μας, φορέσαμε και τα κράνη και φύγαμε.
2 Responses to Είχε μαζί του μια βαμμένη ξύλινη βιτρίνα